ἑδρικάς — ἑδρικά̱ς , ἑδρικός belonging to the anus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδρικός — ή, ό (AM ἑδρικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έδρα, στον πρωκτό («εδρικά έλκη», «εδρικό πτερύγιο τών ιχθύων») … Dictionary of Greek
κλαρίας — (Clarias). Γένος φυσόστομων σιλουριομόρφων ψαριών που ζουν στις λίμνες και στα ποτάμια. Έχουν επίπεδο κεφάλι και επίμηκες σώμα με πολύ μακριά ραχιαία και εδρικά πτερύγια. Το στόμα τους περιβάλλεται από οκτώ μύστακες. Τα ψάρια αυτά εμφανίζουν μια… … Dictionary of Greek
κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
ζεΐδες — (zeidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των ζεϊμόρφων. Το γνωστότερο είδος είναι ο δίας ο σιδηρουργός, που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και χαρακτηρίζεται από το ωοειδές και πλατύ στα πλάγια σώμα του. Έχει σχετικά μεγάλο κεφάλι, αγκαθωτά ραχιαία … Dictionary of Greek
κιχλίδες — (cichlidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών που ζουν στα γλυκά νερά των τροπικών περιοχών της Αμερικής, της Αφρικής και της νότιας και δυτικής Ασίας. Χαρακτηρίζονται από δύο ατελείς πλευρικές γραμμές και 3 10 αγκάθια στο εδρικό τους πτερύγιο. Τα… … Dictionary of Greek
μελανοκητίδες — (melanocetidae). Οικογένεια ακτινοπτερύγιων ιχθύων της τάξης των λοφιομόρφων, με μοναδικό αντιπρόσωπο το γένος μελανόκητος (Μelanocetus). Πρόκειται για ιδιόρρυθμα ψάρια, με μικρό σώμα και διογκωμένο στόμα, που ζουν σε μεγάλα βάθη. Αρκετά κοινό… … Dictionary of Greek